- Κορωνῷ
- Κορωνόςcurvedmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορώνω — κορώνω, κόρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κορώνω — 1. κάνω κάτι διάπυρο, πυρακτώνω 2. εξερεθίζω, φλογίζω («το κρασί μέ κόρωσε») 3. πυρακτώνομαι, φλέγομαι 4. γίνομαι κατακόκκινος από θυμό, εξοργίζομαι 5. (για πάθος) φτάνω σε μεγάλη ένταση, εξάπτομαι («εκόρωσε το πείσμα του») 6. (για χώρο) γεμίζω… … Dictionary of Greek
κορώνω — κόρωσα, κορωμένος 1. θερμαίνω κάτι ως τη διαπύρωση. 2. εξάπτω, εξερεθίζω: Το κονιάκ με κόρωσε. 3. εξάπτομαι, εξοργίζομαι: Άναψε και κόρωσε άμα τον είδε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορωνῷ — κορωνόν condyles neut dat sg κορωνός curved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακορώνω — αναζωπυρώνομαι, ξαναθερμαίνομαι, ξαναφουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κορώνω] … Dictionary of Greek
κόρωμα — το [κορώνω] 1. πύρωση, άναμμα 2. έξαψη, φλόγωση … Dictionary of Greek
κόρωση — η [κορώνω] το κόρωμα … Dictionary of Greek
ξανάβω — και ξανάφτω 1. ανάβω εκ νέου 2. ερεθίζω, φλογίζω 3. διεγείρω, εξάπτω («τόν ξάναψε η συζήτηση») 4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, η, ο αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ανάβω … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
φλέγω — έφλεξα 1. μτβ., καίω κάτι με φλόγα, πυρπολώ, φλογίζω: Το δάσος φλεγόταν δύο ημέρες. 2. μτφ., ερεθίζω, διεγείρω, κορώνω, ξανάβω. 3. ενθουσιάζω, διεγείρω ενθουσιασμό: Φλεγόταν από έρωτα γι αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)